- αγωνοθετώ
- (ε) μετ. организовать спортивные соревнования
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγωνοθετώ — (Α ἀγωνοθετῶ έω) [ἀγωνοθέτης] είμαι αγωνοθέτης, θεσπίζω και διευθύνω αγώνες αρχ. εξεγείρω, προκαλώ διαμάχες, φασαρίες, διεγείρω … Dictionary of Greek
αγωνοθετώ — αγωνοθέτησα, ορίζω αθλητικό αγώνα και προσφέρω το έπαθλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγωνοθετῶ — ἀγωνοθετέω exhibit games pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀγωνοθετέω exhibit games pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνοθέτης — Εκείνος που έκρινε, μαζί με άλλους α., τις διαφορές στους αγώνες στην αρχαία Ελλάδα και έδινε τα έπαθλα. Στους ομηρικούς χρόνους, αλλά και στους κατοπινούς, α. ήταν εκείνος που οργάνωνε έναν αγώνα. Στους μεγάλους όμως αγώνες, όπως τα Ίσθμια, τα… … Dictionary of Greek